ζωμοτάριχος

ζωμοτάριχος
ζωμοτάριχος
stewed salt-fish
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζωμοτάριχος — ζωμοτάριχος, ὁ (Α) 1. ζωμός από ταριχευμένα κρέατα ή ψάρια 2. (ως σκωπτικό επωνύμιο) βραστό ταριχευμένο ψάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + τάριχος «διατηρημένο κρέας»] …   Dictionary of Greek

  • ζωμοτάριχον — ζωμοτάριχος stewed salt fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”